- αεροναυαγοσωστικός
- -ή, -ό 1. ο σχετικός με τη διάσωση τών αεροναυαγών2. το ουδ. ως ουσ. το αεροναυαγοσωστικό*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αεροναυαγός + σωστικός < σώζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek